καύτης

καύτης
καύτης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καὐτῆς — αὐτῆς , αὐτός self fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καῦτα — καύτης masc voc sg καύτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύτου — καύτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνοκαύτης — ἰπνοκαύτης, ὁ (Α) ο ιπνοκαύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύτης, σπάνιος τ. αντι καύστης, (< καίω), πρβλ. κατα καύτης, μαριλο καύτης] …   Dictionary of Greek

  • ιατροκαύτης — ἰατροκαύτης, ὁ (Α) ειδικός γιατρός που εφάρμοζε στη θεραπεία πληγών ή ασθενειών τη μέθοδο τής καυτηρίασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + καύτης (< καίω)] …   Dictionary of Greek

  • μαριλοκαύτης — μαριλοκαύτης, ου, ὁ (Α) αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)] …   Dictionary of Greek

  • παλουκοκαύτης — ο (για τον μήνα Μάρτιο) αυτός που, λόγω τού ξαφνικού κρύου, αναγκάζει τον κόσμο να καίει ακόμη και τα παλούκια επειδή έχουν εξαντληθεί κατά τον χειμώνα τα αποθέματα καυσίμων («Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλούκι +… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”